Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ̃.se.ʁi.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sincérité sincérités

sincérité (fr) θηλυκό

  1. η ειλικρίνεια
  2. η απροκαταληψία

Συγγενικά

επεξεργασία