Δείτε επίσης: ειλικρινής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εἰλικρινής τὸ εἰλικρινές
      γενική τοῦ/τῆς εἰλικρινοῦς τοῦ εἰλικρινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εἰλικρινεῖ τῷ εἰλικρινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εἰλικριν τὸ εἰλικρινές
     κλητική ! εἰλικρινές εἰλικρινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εἰλικρινεῖς τὰ εἰλικριν
      γενική τῶν εἰλικρινῶν τῶν εἰλικρινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εἰλικρινέσ(ν) τοῖς εἰλικρινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εἰλικρινεῖς τὰ εἰλικριν
     κλητική ! εἰλικρινεῖς εἰλικριν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰλικρινεῖ τὼ εἰλικρινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εἰλικρινοῖν τοῖν εἰλικρινοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰλικρινής < β' συνθετικό: < κρίνω. Αβέβαιη η προέλευση του α' συνθετικού ειλι-

  Επίθετο

επεξεργασία

εἰλικρινής -ής, -ές [εἰλῐκρῐν], συγκριτικός:εἰλικρινέστερος, υπερθετικός: εἰλικρινέστατος

  1. που δεν είναι ανακατεμένος, χωρίς προσμείξεις
  2. (μεταφορικά) αγνός, καθαρός
  3. (μεταφορικά) που χρησιμοποιεί καθαρή νόηση
    εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος (Πλάτων. Φαίδων, 66a)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία