• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νόηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Σύνθετα
      • 1.3.3 Δείτε επίσης
      • 1.3.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόηση οι νοήσεις
      γενική της νόησης* των νοήσεων
    αιτιατική τη νόηση τις νοήσεις
     κλητική νόηση νοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νόηση < αρχαία ελληνική νόησις < νοέω / νοῶ < νόος / νοῦς

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈno.i.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νόηση θηλυκό

  • η ικανότητα αντίληψης της πραγματικότητας με το νου, με τη λογική

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις νοώ και νους

Σύνθετα

επεξεργασία
  • διανόηση
  • επινόηση
  • κατανόηση
  • παρανόηση

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νόηση στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νόηση
  • αγγλικά : intellection (en), understanding (en), noesis (en)
  • γαλλικά : entendement (fr), intellect (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νόηση&oldid=5496357"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:39

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:39.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας