↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόηση οι νοήσεις
      γενική της νόησης* των νοήσεων
    αιτιατική τη νόηση τις νοήσεις
     κλητική νόηση νοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νόηση < αρχαία ελληνική νόησις < νοέω / νοῶ < νόος / νοῦς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈno.i.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νόηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία