↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η διανόηση
      γενική της διανόησης*
    αιτιατική τη διανόηση
     κλητική διανόηση
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διανόηση < αρχαία ελληνική διανόησις < διανοέω / διανοῶ < νόος / νοῦς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈno.i.si/ & /ðʝaˈno.i.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διανόηση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η ενέργεια του διανοούμαι
     συνώνυμα: σκέψη
  2. οι διανοητές ή οι διανοούμενοι ως σύνολο
     συνώνυμα: ιντελιγκέντσια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία