• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διανόηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η διανόηση
      γενική της διανόησης*
    αιτιατική τη διανόηση
     κλητική διανόηση
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διανόηση < αρχαία ελληνική διανόησις < διανοέω / διανοῶ < νόος / νοῦς

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈno.i.si/ & /ðʝaˈno.i.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διανόηση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η ενέργεια του διανοούμαι
    ≈ συνώνυμα: σκέψη
  2. οι διανοητές ή οι διανοούμενοι ως σύνολο
    ≈ συνώνυμα: ιντελιγκέντσια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις διανοούμαι και νους

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διανόηση
  • αγγλικά : thought (en)(1), intelligentsia (en)(2)
  • γαλλικά : intellect (fr), intelligence (fr), intelligentsia (fr)
  • γερμανικά : Denken (de)(1), Intelligenz (de)(2)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διανόηση&oldid=6914547"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιουλίου 2024, στις 07:25

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιουλίου 2024, στις 07:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας