↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόος > νοῦς οἱ νόοι   > νοῖ
      γενική τοῦ νόου > νοῦ τῶν νόων > νῶν
      δοτική τῷ νό   > ν τοῖς νόοις > νοῖς
    αιτιατική τὸν νόον > νοῦν τοὺς νόους > νοῦς
     κλητική ! νόε   > νοῦ νόοι   > νοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόω   > νώ
γεν-δοτ τοῖν  νόοιν > νοῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νόος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νόος αρσενικό, συνηρημένο, αττικός τύπος : νοῦς

  • ο νους, η διάνοια, το μυαλό
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 295 (295-297)
    ἐσθλός δ᾽ αὖ κἀκεῖνος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται· | ὃς δέ κε μήτ᾽ αὐτῷ νοέῃ μήτ᾽ ἄλλου ἀκούων | ἐν θυμῷ βάλληται, ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ἀχρήιος ἀνήρ.
    Καλός κι εκείνος πάλι που σ᾽ όποιον μίλησε καλά υπακούει. | Μα όποιος δεν τα καταλαβαίνει ο ίδιος, ούτε απ᾽ άλλον ακούγοντας | τα βάζει στην ψυχή του, αυτός αχρείος άντρας είναι.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Σημειώσεις

επεξεργασία

άλλοι κλιτικοί τύποι:

  • ελληνιστικοί, από την 3η κλίση: τοῦ νόος, τῷ νοΐ
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)