μυαλό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
γενική | του | μυαλού | των | μυαλών |
αιτιατική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
κλητική | μυαλό | μυαλά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βραστό μυαλό αρνιού
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυαλό < μεσαιωνική ελληνική μυαλόν < μυαλός < ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυαλό ουδέτερο
- η φαιά ουσία μέσα στο κρανίο ανθρώπων και ζώων
- το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών
- το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής λειτουργίας, ένας εγκέφαλος σε λειτουργία, η νοητική και βιωματική (εκ των έσω) απόδοση του εγκεφάλου
- ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος
- Η κόρη σας είναι εξαίρετο μυαλό. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
- η ψυχή καθώς ελέγχει τον εγκέφαλο
- το μυαλό ως έδεσμα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυαλό
Επεξεργασία
- ↑ «μυαλό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.