στενομυαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στενομυαλιά | οι | στενομυαλιές |
γενική | της | στενομυαλιάς | των | στενομυαλιών |
αιτιατική | τη | στενομυαλιά | τις | στενομυαλιές |
κλητική | στενομυαλιά | στενομυαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στενομυαλιά < στενόμυαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
στενομυαλιά θηλυκό
- η ιδιότητα του στενόμυαλου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενομυαλιά
|