στενοκεφαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στενοκεφαλιά | οι | στενοκεφαλιές |
γενική | της | στενοκεφαλιάς | των | στενοκεφαλιών |
αιτιατική | τη | στενοκεφαλιά | τις | στενοκεφαλιές |
κλητική | στενοκεφαλιά | στενοκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στενοκεφαλιά < στενοκέφαλος + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
στενοκεφαλιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος στενοκέφαλος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του στενοκέφαλου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενοκεφαλιά
|
Πηγές επεξεργασία
- στενοκεφαλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στενοκεφαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στενοκεφαλιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)