Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενοκεφαλιά οι στενοκεφαλιές
      γενική της στενοκεφαλιάς των στενοκεφαλιών
    αιτιατική τη στενοκεφαλιά τις στενοκεφαλιές
     κλητική στενοκεφαλιά στενοκεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενοκεφαλιά < στενοκέφαλος + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στενοκεφαλιά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία