Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενοκέφαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στενοκέφαλ
ος
η
στενοκέφαλ
η
το
στενοκέφαλ
ο
γενική
του
στενοκέφαλ
ου
της
στενοκέφαλ
ης
του
στενοκέφαλ
ου
αιτιατική
τον
στενοκέφαλ
ο
τη
στενοκέφαλ
η
το
στενοκέφαλ
ο
κλητική
στενοκέφαλ
ε
στενοκέφαλ
η
στενοκέφαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στενοκέφαλ
οι
οι
στενοκέφαλ
ες
τα
στενοκέφαλ
α
γενική
των
στενοκέφαλ
ων
των
στενοκέφαλ
ων
των
στενοκέφαλ
ων
αιτιατική
τους
στενοκέφαλ
ους
τις
στενοκέφαλ
ες
τα
στενοκέφαλ
α
κλητική
στενοκέφαλ
οι
στενοκέφαλ
ες
στενοκέφαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενοκέφαλος
<
στενός
+
κεφάλι
Επίθετο
επεξεργασία
στενοκέφαλος, -η, -ο
αυτός που έχει περιορισμένη πνευματική αντίληψη
αυτός που επιμένει παράλογα στις απόψεις του
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξεροκέφαλος
στενόμυαλος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανοιχτόμυαλος
Συγγενικά
επεξεργασία
στενοκεφαλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στενοκέφαλος
αγγλικά
:
narrow-minded
(en)
,
stubborn
(en)
γαλλικά
:
têtu
(fr)