στενός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στενός | η | στενή | το | στενό |
γενική | του | στενού | της | στενής | του | στενού |
αιτιατική | τον | στενό | τη | στενή | το | στενό |
κλητική | στενέ | στενή | στενό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στενοί | οι | στενές | τα | στενά |
γενική | των | στενών | των | στενών | των | στενών |
αιτιατική | τους | στενούς | τις | στενές | τα | στενά |
κλητική | στενοί | στενές | στενά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στενός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στενός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαστενός, -ή, -ό, συγκριτικός : στενότερος, υπερθετικός : στενότατος
- που έχει μικρό πλάτος
- (μεταφορικά) περιορισμένος
- ⮡ στενοί ορίζοντες, με τη στενή έννοια
- κοντινός
- ⮡ στενοί φίλοι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στενός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στενός | ἡ | στενή | τὸ | στενόν |
γενική | τοῦ | στενοῦ | τῆς | στενῆς | τοῦ | στενοῦ |
δοτική | τῷ | στενῷ | τῇ | στενῇ | τῷ | στενῷ |
αιτιατική | τὸν | στενόν | τὴν | στενήν | τὸ | στενόν |
κλητική ὦ! | στενέ | στενή | στενόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | στενοί | αἱ | στεναί | τὰ | στενᾰ́ |
γενική | τῶν | στενῶν | τῶν | στενῶν | τῶν | στενῶν |
δοτική | τοῖς | στενοῖς | ταῖς | στεναῖς | τοῖς | στενοῖς |
αιτιατική | τοὺς | στενούς | τὰς | στενᾱ́ς | τὰ | στενᾰ́ |
κλητική ὦ! | στενοί | στεναί | στενᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στενώ | τὼ | στενᾱ́ | τὼ | στενώ |
γεν-δοτ | τοῖν | στενοῖν | τοῖν | στεναῖν | τοῖν | στενοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στενός < *στεν-ϝός (γι' αυτό τα παραθετικά είναι σε -ότερος και όχι -ώτερος)[1], επέκταση του θέματος στενυ- (όπως στενυγρός, Στενύκληρος). Ομόρριζο με στείνω και στεῖνος. Δεν υπάρχουν συγγενικά σε άλλες γλώσσες κατά τον Beekes.[2]
Επίθετο
επεξεργασίαστενός, -ή, -όν, συγκριτικός : στενότερος, υπερθετικός : στενότατος
- ό,τι και στη νεοελληνική, στενός, συγκεκλεισμένος, περιορισμένος
- λιγοστός
- λεπτός αδύνατος
- δύσκολος
- τά στενά' : στενή δίοδος, πέρασμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαπιθανόν και τα
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- στενός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στενός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.