στενός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στενός < αρχαία ελληνική στενός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /steˈnos/
- συλλαβισμός : στε‐νός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στενός, -ή, -ό, συγκριτικός : στενότερος, υπερθετικός : στενότατος
- που έχει μικρό πλάτος
- (μεταφορικά) περιορισμένος
- ↪ στενοί ορίζοντες, με τη στενή έννοια
- κοντινός
- ↪ στενοί φίλοι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στενός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | στενός | στενή | στενόν | στενοί | στεναί | στενά |
Γενική | στενοῦ | στενῆς | στενοῦ | στενῶν | στενῶν | στενῶν |
Δοτική | στενῷ | στενῇ | στενῷ | στενοῖς | στεναῖς | στενοῖς |
Αιτιατική | στενόν | στενήν | στενόν | στενούς | στενάς | στενά |
Κλητική | στενέ | στενή | στενόν | στενοί | στεναί | στενά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | στενώ | στενά | ||||
Γενική-Δοτική | στενοῖν | στεναῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στενός < *στεν-ϝός (γι' αυτό τα παραθετικά είναι σε -ότερος και όχι -ώτερος)[1], επέκταση του θέματος στενυ- (όπως στενυγρός, Στενύκληρος). Ομόρριζο με στείνω και στεῖνος. Δεν υπάρχουν συγγενικά σε άλλες γλώσσες κατά τον Beekes.[2]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στενός, -ή, -όν, συγκριτικός : στενότερος, υπερθετικός : στενότατος
- ό,τι και στη νεοελληνική, στενός, συγκεκλεισμένος, περιορισμένος
- λιγοστός
- λεπτός αδύνατος
- δύσκολος
- τά στενά' : στενή δίοδος, πέρασμα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
πιθανόν και τα
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- στενός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «στενός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.