δύσκολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δύσκολος | η | δύσκολη | το | δύσκολο |
γενική | του | δύσκολου | της | δύσκολης | του | δύσκολου |
αιτιατική | τον | δύσκολο | τη | δύσκολη | το | δύσκολο |
κλητική | δύσκολε | δύσκολη | δύσκολο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δύσκολοι | οι | δύσκολες | τα | δύσκολα |
γενική | των | δύσκολων | των | δύσκολων | των | δύσκολων |
αιτιατική | τους | δύσκολους | τις | δύσκολες | τα | δύσκολα |
κλητική | δύσκολοι | δύσκολες | δύσκολα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύσκολος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δύσκολος < αρχαία ελληνική δύσκολος < δύσ- + κόλον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.sko.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐σκο‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαδύσκολος, -η, -ο
- που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα
- που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθο για την επίτευξή του
- που δε γίνεται εύκολα κατανοητός
- που δεν παρουσιάζει κάποιο πλεονέκτημα, αλλά δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και δυσχέρειες
- που δεν είναι κατάλληλος, που είναι απρόσφορος για κάποιον/κάτι
- που είναι γεμάτος προβλήματα και δυσχέρειες
- που δεν μπορεί να θεραπευθεί εύκολα
- για προβληματικές ενέργειες ή καταστάσεις
- που προξενεί προβλήματα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εύκολα τον ιδιότροπο χαρακτήρα του
- που δεν μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί με κάτι, που είναι πολύ λεπτόλογος σε κάθε επιλογή του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- Είναι δύσκολοι καιροί για.. το λέμε όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη φάση (της ζωής μας κ.ά.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δύσκολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδύσκολος
Πηγές
επεξεργασία- δύσκολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσκολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.