απαιτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαιτώ < αρχαία ελληνική ἀπαιτῶ
Ρήμα
επεξεργασίααπαιτώ, παθητικό: απαιτούμαι, παθητική μετοχή ενεστώτα: απαιτούμενος
- ζητώ κάτι επιτακτικά, επειδή έχω την εξουσία προς τούτο ή επειδή το θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου
- οι γονείς συχνά απαιτούν υπερβολικά πολλά από τα παιδιά τους
- δεν επαιτούμε αυξήσεις, απαιτούμε
- χρειάζομαι οπωσδήποτε κάτι για να λειτουργήσω καλά
- τα καινούρια προγράμματα απαιτούν τις περισσότερες φορές ταχύτερους υπολογιστές
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαιτώ | απαιτούσα | θα απαιτώ | να απαιτώ | απαιτώντας | |
β' ενικ. | απαιτείς | απαιτούσες | θα απαιτείς | να απαιτείς | (απαίτει) | |
γ' ενικ. | απαιτεί | απαιτούσε | θα απαιτεί | να απαιτεί | ||
α' πληθ. | απαιτούμε | απαιτούσαμε | θα απαιτούμε | να απαιτούμε | ||
β' πληθ. | απαιτείτε | απαιτούσατε | θα απαιτείτε | να απαιτείτε | απαιτείτε | |
γ' πληθ. | απαιτούν(ε) | απαιτούσαν(ε) | θα απαιτούν(ε) | να απαιτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαίτησα | θα απαιτήσω | να απαιτήσω | απαιτήσει | ||
β' ενικ. | απαίτησες | θα απαιτήσεις | να απαιτήσεις | απαίτησε | ||
γ' ενικ. | απαίτησε | θα απαιτήσει | να απαιτήσει | |||
α' πληθ. | απαιτήσαμε | θα απαιτήσουμε | να απαιτήσουμε | |||
β' πληθ. | απαιτήσατε | θα απαιτήσετε | να απαιτήσετε | απαιτήστε | ||
γ' πληθ. | απαίτησαν απαιτήσαν(ε) |
θα απαιτήσουν(ε) | να απαιτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαιτήσει | είχα απαιτήσει | θα έχω απαιτήσει | να έχω απαιτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαιτήσει | είχες απαιτήσει | θα έχεις απαιτήσει | να έχεις απαιτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαιτήσει | είχε απαιτήσει | θα έχει απαιτήσει | να έχει απαιτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαιτήσει | είχαμε απαιτήσει | θα έχουμε απαιτήσει | να έχουμε απαιτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαιτήσει | είχατε απαιτήσει | θα έχετε απαιτήσει | να έχετε απαιτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαιτήσει | είχαν απαιτήσει | θα έχουν απαιτήσει | να έχουν απαιτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαιτούμαι | απαιτούμουν | θα απαιτούμαι | να απαιτούμαι | ||
β' ενικ. | απαιτείσαι | απαιτούσουν | θα απαιτείσαι | να απαιτείσαι | ||
γ' ενικ. | απαιτείται | απαιτούνταν | θα απαιτείται | να απαιτείται | ||
α' πληθ. | απαιτούμαστε | απαιτούμασταν απαιτούμαστε |
θα απαιτούμαστε | να απαιτούμαστε | ||
β' πληθ. | απαιτείστε | απαιτούσασταν απαιτούσαστε |
θα απαιτείστε | να απαιτείστε | απαιτείστε | |
γ' πληθ. | απαιτούνται | απαιτούνταν | θα απαιτούνται | να απαιτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαιτήθηκα | θα απαιτηθώ | να απαιτηθώ | απαιτηθεί | ||
β' ενικ. | απαιτήθηκες | θα απαιτηθείς | να απαιτηθείς | απαιτήσου | ||
γ' ενικ. | απαιτήθηκε | θα απαιτηθεί | να απαιτηθεί | |||
α' πληθ. | απαιτηθήκαμε | θα απαιτηθούμε | να απαιτηθούμε | |||
β' πληθ. | απαιτηθήκατε | θα απαιτηθείτε | να απαιτηθείτε | απαιτηθείτε | ||
γ' πληθ. | απαιτήθηκαν απαιτηθήκαν(ε) |
θα απαιτηθούν(ε) | να απαιτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαιτηθεί | είχα απαιτηθεί | θα έχω απαιτηθεί | να έχω απαιτηθεί | απαιτημένος | |
β' ενικ. | έχεις απαιτηθεί | είχες απαιτηθεί | θα έχεις απαιτηθεί | να έχεις απαιτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαιτηθεί | είχε απαιτηθεί | θα έχει απαιτηθεί | να έχει απαιτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαιτηθεί | είχαμε απαιτηθεί | θα έχουμε απαιτηθεί | να έχουμε απαιτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαιτηθεί | είχατε απαιτηθεί | θα έχετε απαιτηθεί | να έχετε απαιτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαιτηθεί | είχαν απαιτηθεί | θα έχουν απαιτηθεί | να έχουν απαιτηθεί |