Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας require
γ΄ ενικό ενεστώτα requires
αόριστος required
παθητική μετοχή required
ενεργητική μετοχή requiring

  Ρήμα επεξεργασία

require (en) (επίσημο)

  1. απαιτώ, χρειάζομαι κάτι, εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι
    I require that they are all present.
    Απαιτώ να είναι όλοι παρόντες.
    I require prompt payment.
    Απαιτώ άμεση πληρωμή.
    This work requires a lot of patience.
    Αυτή η δουλειά απαιτεί μεγάλη υπομονή.
     συνώνυμα: demand
  2. απαιτώ, χρειάζομαι, αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να έχει κάτι, ειδικά επειδή είναι απαραίτητο σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο νόμο ή ένα σύνολο κανόνων
    I’ve done everything required by law.
    Έκανα καθετί που απαιτεί ο νόμος.
    It is clear that strict measures are required.
    Είναι φανερό ότι απαιτούνται αυστηρά μέτρα.
    No registration is required.
    Δεν χρειάζεται εγγραφή.

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία