require (en) (επίσημο)
- απαιτώ, χρειάζομαι κάτι, εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι
- ⮡ I require that they are all present.
- Απαιτώ να είναι όλοι παρόντες.
- ⮡ I require prompt payment.
- Απαιτώ άμεση πληρωμή.
- ⮡ This work requires a lot of patience.
- Αυτή η δουλειά απαιτεί μεγάλη υπομονή.
- ≈ συνώνυμα: demand
- απαιτώ, χρειάζομαι, αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να έχει κάτι, ειδικά επειδή είναι απαραίτητο σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο νόμο ή ένα σύνολο κανόνων
- ⮡ I’ve done everything required by law.
- Έκανα καθετί που απαιτεί ο νόμος.
- ⮡ It is clear that strict measures are required.
- Είναι φανερό ότι απαιτούνται αυστηρά μέτρα.
- ⮡ No registration is required.
- Δεν χρειάζεται εγγραφή.