Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
require
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενεστώτας
require
γ΄ ενικό ενεστώτα
requires
αόριστος
required
παθητική μετοχή
required
ενεργητική μετοχή
requiring
Ρήμα
επεξεργασία
require
(en)
(
επίσημο
)
απαιτώ
,
χρειάζομαι
κάτι, εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι
↪
I require
that they are all present.
Απαιτώ
να είναι όλοι παρόντες.
↪
I require
prompt payment.
Απαιτώ
άμεση πληρωμή.
↪
This work
requires
a lot of patience.
Αυτή η δουλειά
απαιτεί
μεγάλη υπομονή.
≈
συνώνυμα
:
demand
απαιτώ
,
χρειάζομαι
, αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να έχει κάτι, ειδικά επειδή είναι απαραίτητο σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο νόμο ή ένα σύνολο κανόνων
↪
I’ve done everything
required
by law.
Έκανα καθετί που
απαιτεί
ο νόμος.
↪
It is clear that strict measures
are required
.
Είναι φανερό ότι
απαιτούνται
αυστηρά μέτρα.
↪
No registration
is required
.
Δεν
χρειάζεται
εγγραφή.
Σύνθετα
επεξεργασία
requirement
Πηγές
επεξεργασία
require
-
Oxford Learner's Dictionaries
Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed.
Oxford Greek-English Learner's Dictionary
(Revised έκδοση). Oxford:
Oxford University Press
. σελ. 88-89.
ISBN
9780194325684
.
, λήμμα: απαιτώ