Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
demand demands

demand (en)

  1. το αίτημα, η απαίτηση
    ⮡  The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
    Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
    ⮡  He has unreasonable demands.
    Έχει παράλογες απαιτήσεις.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός, οικονομία) η ζήτηση
    ⮡  There is not enough demand for this product.
    Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για αυτό το προϊόν.
ενεστώτας demand
γ΄ ενικό ενεστώτα demands
αόριστος demanded
παθητική μετοχή demanded
ενεργητική μετοχή demanding

demand (en)

  1. απαιτώ, κάνω μια πολύ έντονη παράκληση για κάτι
    ⮡  I demand my money/a clear answer.
    Απαιτώ τα χρήματά μου/καθαρή απάντηση.
    ⮡  I demand to know the truth.
    Απαιτώ να μάθω την αλήθεια.
  2. απαιτώ, χρειάζομαι κάτι για να είμαι επιτυχημένος σε κάτι
    ⮡  This job demands a lot of patience.
    Αυτή η δουλειά απαιτεί πολύ υπομονή.
     συνώνυμα: require