Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
demand demands

demand (en)

  1. η απαίτηση
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός, οικονομία) η ζήτηση

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας demand
γ΄ ενικό ενεστώτα demands
αόριστος demanded
παθητική μετοχή demanded
ενεργητική μετοχή demanding

demand (en)

  1. απαιτώ, κάνω μια πολύ έντονη παράκληση για κάτι
    I demand my money/a clear answer.
    Απαιτώ τα χρήματά μου/καθαρή απάντηση.
    I demand to know the truth.
    Απαιτώ να μάθω την αλήθεια.
  2. απαιτώ, χρειάζομαι κάτι για να είμαι επιτυχημένος σε κάτι
    This job demands a lot of patience.
    Αυτή η δουλειά απαιτεί πολύ υπομονή.
     συνώνυμα: require

  Πηγές επεξεργασία