demand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
demand | demands |
demand (en)
- το αίτημα, η απαίτηση
- ⮡ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
- ⮡ He has unreasonable demands.
- Έχει παράλογες απαιτήσεις.
- ⮡ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- (μη μετρήσιμο, ενικός, οικονομία) η ζήτηση
- ⮡ There is not enough demand for this product.
- Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για αυτό το προϊόν.
- ⮡ There is not enough demand for this product.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | demand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | demands |
αόριστος | demanded |
παθητική μετοχή | demanded |
ενεργητική μετοχή | demanding |
demand (en)
- απαιτώ, κάνω μια πολύ έντονη παράκληση για κάτι
- ⮡ I demand my money/a clear answer.
- Απαιτώ τα χρήματά μου/καθαρή απάντηση.
- ⮡ I demand to know the truth.
- Απαιτώ να μάθω την αλήθεια.
- ⮡ I demand my money/a clear answer.
- απαιτώ, χρειάζομαι κάτι για να είμαι επιτυχημένος σε κάτι
Πηγές
επεξεργασία- demand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- demand (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 88-89. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαιτώ