demanding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | demanding |
συγκριτικός | more demanding |
υπερθετικός | most demanding |
demanding (en)
- απαιτητικός, για δουλειά που θέλει πολλή ικανότητα, προσπάθεια κτλ.
- ⮡ a demanding job - απαιτητική δουλειά
- απαιτητικός, για άτομο που περιμένει πολλή δουλειά ή προσοχή από τους άλλους και δεν ικανοποιείται εύκολα
- ⮡ This customer is very demanding.
- Αυτός ο πελάτης είναι πολύ απαιτητικός.
- ⮡ She’s very demanding about her clothing.
- Είναι πολύ απαιτητική στο ντύσιμό της.
- ⮡ This customer is very demanding.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdemanding (en)
Πηγές
επεξεργασία- demanding - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 88. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαιτητικός