απαίτηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαίτηση < απαιτώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απαίτηση θηλυκό
- έχω την απαίτηση να είστε συνεπείς στις υποχρεώσεις σας
- αυτό που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
- οι απαιτήσεις των καινούριων λειτουργικών συστημάτων σε τεχνολογικό υλικό είναι πολύ αυξημένες
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απαίτηση