Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εισπρακτέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εισπρακτέ
ος
η
εισπρακτέ
α
το
εισπρακτέ
ο
γενική
του
εισπρακτέ
ου
της
εισπρακτέ
ας
του
εισπρακτέ
ου
αιτιατική
τον
εισπρακτέ
ο
την
εισπρακτέ
α
το
εισπρακτέ
ο
κλητική
εισπρακτέ
ε
εισπρακτέ
α
εισπρακτέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εισπρακτέ
οι
οι
εισπρακτέ
ες
τα
εισπρακτέ
α
γενική
των
εισπρακτέ
ων
των
εισπρακτέ
ων
των
εισπρακτέ
ων
αιτιατική
τους
εισπρακτέ
ους
τις
εισπρακτέ
ες
τα
εισπρακτέ
α
κλητική
εισπρακτέ
οι
εισπρακτέ
ες
εισπρακτέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εισπρακτέος
<
εισπράττω
+
-τέος
Επίθετο
Επεξεργασία
εισπρακτέος
που
πρέπει
ή
πρόκειται
να
εισπραχθεί
Αντώνυμα
Επεξεργασία
πληρωτέος
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εισπράττω
και
πράττω
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
καταβλητέος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εισπρακτέος
αγγλικά
:
receivable
(en)
γαλλικά
:
payable
(fr)
,
encaissable
(fr)