Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρόκειται < αρχαία ελληνική, γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος πρόκειμαι (είμαι μπροστά από κάτι)[1] < πρό + κεῖμαι

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ci.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐κει‐ται

  Ρήμα Επεξεργασία

πρόκειται, πρτ.: επρόκειτο (απρόσωπο ρήμα)

  1. κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει
    πήγα να ψωνίσω μερικά πράγματα γιατί πρόκειται να πάμε διακοπές την επόμενη βδομάδα
  2. αφορά
    αποδείχτηκε ότι δεν επρόκειτο για ανθρώπινο λάθος αλλά ήταν εσκεμμένο

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κείμαι

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος Επεξεργασία

πρόκειται

  • 3ο πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος πρόκειμαι