πρόκειμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρόκειμαι (αποθετικό ρήμα)
- εκτίθεμαι, πεσμένος σαν νεκρός, νεκρός
- ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι
- προκείμενο νέκυν (το νεκρό που είναι εκτεθειμένος προς ταφή)
- (μετοχή) απλωμένα μπροστά μας, αυτά που τώρα αντιμετωπίζουμε ή έχουμε στη διάθεσή μας, αυτά που είναι γενικά μπροστά
- τὰ προκείμενα (τα άμεσα, σε αντίθεση με τα μέλλοντα)
- τό προκείμενον δεῖπνον
- οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι
- νῆσος προκειμένη
- για μη έμψυχα όντα: κάτι που έχει οριστεί εκ των προτέρων, συζητείται
- ἄεθλος προκείμενος (το έργο που προτείνεται)
- γνῶμαι τρεῖς προεκέατο (προτάθηκαν τρεις απόψεις)
- το προαναφερόμενο σε επιστολές, γραπτά
- χρόνος ὁ προκείμενος (όπως ορίστηκε προηγουμένως, όπως αναφέρεται ανωτέρω)