Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόκειμαι < πρό + κεῖμαι

πρόκειμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. εκτίθεμαι, πεσμένος σαν νεκρός, νεκρός
    ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι
    προκείμενο νέκυν (το νεκρό που είναι εκτεθειμένος προς ταφή)
  2. (μετοχή) απλωμένα μπροστά μας, αυτά που τώρα αντιμετωπίζουμε ή έχουμε στη διάθεσή μας, αυτά που είναι γενικά μπροστά
    τὰ προκείμενα (τα άμεσα, σε αντίθεση με τα μέλλοντα)
    τό προκείμενον δεῖπνον
    οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι
    νῆσος προκειμένη
  3. για μη έμψυχα όντα: κάτι που έχει οριστεί εκ των προτέρων, συζητείται
    ἄεθλος προκείμενος (το έργο που προτείνεται)
    γνῶμαι τρεῖς προεκέατο (προτάθηκαν τρεις απόψεις)
  4. το προαναφερόμενο σε επιστολές, γραπτά
    χρόνος ὁ προκείμενος (όπως ορίστηκε προηγουμένως, όπως αναφέρεται ανωτέρω)


  Δείτε επίσης: πρόκειται