μια νεκρή μέλισσα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεκρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /neˈkɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρός

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεκρός η νεκρή το νεκρό
      γενική του νεκρού της νεκρής του νεκρού
    αιτιατική τον νεκρό τη νεκρή το νεκρό
     κλητική νεκρέ νεκρή νεκρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεκροί οι νεκρές τα νεκρά
      γενική των νεκρών των νεκρών των νεκρών
    αιτιατική τους νεκρούς τις νεκρές τα νεκρά
     κλητική νεκροί νεκρές νεκρά
Και θηλυκό λόγιο: νεκρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

νεκρός, -ή(-ά), ό

  1. (για οργανισμό) που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά
     συνώνυμα: πεθαμένος, αποθανών, θανών
     αντώνυμα: ζωντανός
  2. (μεταφορικά) που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά
    ο έρωτάς μας είναι πια νεκρός
  3. (για μηχανές) που δε λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης
    δεν ακούω τίποτα, το τηλέφωνο είναι νεκρό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • και νεκρούς ανασταίνει: είναι πολύ νόστιμο, πολύ γευστικό κλπ. (τόσο που και οι νεκροί "ανασταίνονται" για να το δοκιμάσουν)
  • κλινικά νεκρός: ιατρικός όρος που δηλώνει ότι κάποιος θεωρείται ότι έχει πεθάνει αλλά με τεχνητά μέσα καταφέρνουν να λειτουργούν ακόμα οι περισσότερες από τις ζωικές λειτουργίες του
  • (νεκρά) νεκρή περίοδος: χρονικό διάστημα κατά το οποίο πέφτει υπερβολικά η οικονομική δραστηριότητα λόγω έλλειψης πελατών
  • (νεκρά φύση) νεκρή φύση: (για πίνακες ζωγραφικής, σκίτσα, φωτογραφίες κλπ.) έκφραση που δείχνει ότι το περιεχόμενο που προβάλλεται αποτελείται από μη ζωντανούς φυτικούς οργανισμούς όπως κομμένα λουλούδια ή φρούτα
  • νεκρή γλώσσα: η γλώσσα που δεν έχει πια ζωντανούς ομιλητές
  • νεκρή ζώνη: περιοχή στην οποία έχει απαγορευτεί η διάβαση για στρατιωτικούς λόγους
  • νεκρό γράμμα: διάταξη, απόφαση, νόμος κλπ., τα οποία, τελικά, δεν εφαρμόζονται
  • νεκρός χρόνος: (αθλητισμός) χρόνος ο οποίος δεν προσμετράται στη συνολική διάρκεια του αγώνα και δεν λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα που γίνονται σε αυτό το διάστημα
  • ο νεκρός δεδικαίωται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεκρός οι νεκροί
      γενική του νεκρού των νεκρών
    αιτιατική τον νεκρό τους νεκρούς
     κλητική νεκρέ νεκροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

νεκρός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία