νεκρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεκρώνω < αρχαία ελληνική νεκρόω
Ρήμα
επεξεργασίανεκρώνω
- διακόπτω τις φυσιολογικές λειτουργίες της ζωής, προκαλώ το θάνατο
- προκαλώ τοπική αναισθησία
- ο οδοντίατρος νεκρώνει την περιοχή γύρω από το χαλασμένο δόντι με ένεση
- επιφέρω σε κάτι αδράνεια, το οδηγώ στην καταστροφή και την παύση της λειτουργίας του
- επιδίωκε να νεκρώσει τη βουλιμία της
- σταματώ να λειτουργώ
- το τηλέφωνο νέκρωσε
- περνάω σε κατάσταση αδράνειας και απραξίας, χωρίς κινητικότητα, δραστηριότητα και ζωντάνια, βρίσκομαι σε κατάσταση στασιμότητας
- οι απεργίες νέκρωσαν τις λειτουργίες των υπηρεσιών
- παίρνω το ωχρό χρώμα του νεκρού από έντονη συναισθηματική κατάσταση, π.χ. φόβου ή έκπληξης
- είχε νεκρώσει από τον τρόμο του
- χαμηλώνω ή αποκόπτω ήχο ή άλλη αίσθηση
- το κανάλι ηχογράφησης νέκρωσε, κάτι αποσυνδέθηκε μάλλον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νεκρώνω | νέκρωνα | θα νεκρώνω | να νεκρώνω | νεκρώνοντας | |
β' ενικ. | νεκρώνεις | νέκρωνες | θα νεκρώνεις | να νεκρώνεις | νέκρωνε | |
γ' ενικ. | νεκρώνει | νέκρωνε | θα νεκρώνει | να νεκρώνει | ||
α' πληθ. | νεκρώνουμε | νεκρώναμε | θα νεκρώνουμε | να νεκρώνουμε | ||
β' πληθ. | νεκρώνετε | νεκρώνατε | θα νεκρώνετε | να νεκρώνετε | νεκρώνετε | |
γ' πληθ. | νεκρώνουν(ε) | νέκρωναν νεκρώναν(ε) |
θα νεκρώνουν(ε) | να νεκρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νέκρωσα | θα νεκρώσω | να νεκρώσω | νεκρώσει | ||
β' ενικ. | νέκρωσες | θα νεκρώσεις | να νεκρώσεις | νέκρωσε | ||
γ' ενικ. | νέκρωσε | θα νεκρώσει | να νεκρώσει | |||
α' πληθ. | νεκρώσαμε | θα νεκρώσουμε | να νεκρώσουμε | |||
β' πληθ. | νεκρώσατε | θα νεκρώσετε | να νεκρώσετε | νεκρώστε | ||
γ' πληθ. | νέκρωσαν νεκρώσαν(ε) |
θα νεκρώσουν(ε) | να νεκρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νεκρώσει | είχα νεκρώσει | θα έχω νεκρώσει | να έχω νεκρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις νεκρώσει | είχες νεκρώσει | θα έχεις νεκρώσει | να έχεις νεκρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει νεκρώσει | είχε νεκρώσει | θα έχει νεκρώσει | να έχει νεκρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νεκρώσει | είχαμε νεκρώσει | θα έχουμε νεκρώσει | να έχουμε νεκρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε νεκρώσει | είχατε νεκρώσει | θα έχετε νεκρώσει | να έχετε νεκρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νεκρώσει | είχαν νεκρώσει | θα έχουν νεκρώσει | να έχουν νεκρώσει |
|