Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκρώνω < αρχαία ελληνική νεκρόω

νεκρώνω

  1. διακόπτω τις φυσιολογικές λειτουργίες της ζωής, προκαλώ το θάνατο
  2. προκαλώ τοπική αναισθησία
    ο οδοντίατρος νεκρώνει την περιοχή γύρω από το χαλασμένο δόντι με ένεση
  3. επιφέρω σε κάτι αδράνεια, το οδηγώ στην καταστροφή και την παύση της λειτουργίας του
    επιδίωκε να νεκρώσει τη βουλιμία της
  4. σταματώ να λειτουργώ
    το τηλέφωνο νέκρωσε
  5. περνάω σε κατάσταση αδράνειας και απραξίας, χωρίς κινητικότητα, δραστηριότητα και ζωντάνια, βρίσκομαι σε κατάσταση στασιμότητας
    οι απεργίες νέκρωσαν τις λειτουργίες των υπηρεσιών
  6. παίρνω το ωχρό χρώμα του νεκρού από έντονη συναισθηματική κατάσταση, π.χ. φόβου ή έκπληξης
    είχε νεκρώσει από τον τρόμο του
  7. χαμηλώνω ή αποκόπτω ήχο ή άλλη αίσθηση
    το κανάλι ηχογράφησης νέκρωσε, κάτι αποσυνδέθηκε μάλλον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία