ζωντανεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζωντανεύω
- (αμετάβατο) ξαναγυρίζω στη ζωή, ανασταίνομαι
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ ξανά ζωντάνια, κίνηση, ενέργεια, διάθεση, αναζωογονούμαι
- (μεταβατικό) δίνω πάλι ζωή σε κάτι, ανασταίνω
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) αναζωογονώ