ζωντανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωντανός | η | ζωντανή | το | ζωντανό |
γενική | του | ζωντανού | της | ζωντανής | του | ζωντανού |
αιτιατική | τον | ζωντανό | τη | ζωντανή | το | ζωντανό |
κλητική | ζωντανέ | ζωντανή | ζωντανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωντανοί | οι | ζωντανές | τα | ζωντανά |
γενική | των | ζωντανών | των | ζωντανών | των | ζωντανών |
αιτιατική | τους | ζωντανούς | τις | ζωντανές | τα | ζωντανά |
κλητική | ζωντανοί | ζωντανές | ζωντανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωντανός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωντανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zon.daˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ντα‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαζωντανός, -ή, -ό
- που ζει, βρίσκεται στη ζωή, δεν είναι νεκρός
- (μεταφορικά) ο ζωηρός, με έντονη διάθεση
- ⮡ Ο Γιώργος είναι ζωντανός άνθρωπος και μεταδίδει την καλή του διάθεση και στους γύρω του.
- που προκαλεί έντονη κι ευχάριστηση αίσθηση
- που αποδίδει κάτι με παραστατικότητα κι ευκρίνεια
- ⮡ ζωντανή αφήγηση
- ≈ συνώνυμα: εναργής, παραστατικός
- (για μετάδοση ενός γεγονότος από ραδιοτηλεοπτικά μέσα) που μεταδίδεται απ' ευθείας
- ⮡ Ο αγώνας μεταδίδεται ζωντανός, ζωντανά σε απευθαίας μετάδοση.
- (διαδίκτυο) (για μετάδοση ενός γεγονότος διαδικτυακά) live streaming: που μεταδίδεται απ' ευθείας διαδικτυακά (βλ. ζωντανή ροοθήκευση)
- ※ Ζωντανή μετάδοση εκδηλώσεων με απεριόριστο αριθμό θεατών σε ιδιόκτητους servers (Live streaming. Προσπέλαση 2020-07-01.)
- → δείτε και τον όρο ζωντανή ροοθήκευση
Συγγενικά
επεξεργασία- αζωντάνευτος
- αναζωντανεύω
- ζωντάνεμα
- ζωντανεμένος
- ζωντανεύω
- ζωντάνια
- ζωντανά (επίρρημα)
- ζωντανό (ουδέτερο)
- μισοζωντανεύω
- μισοζώντανος, μισοζωντανός
- νεκροζώντανος
- ξαναζωντάνεμα
- ξαναζωντανεμένος
- ξαναζωντανεύω
- ολοζώντανα (επίρρημα)
- ολοζώντανος
- Όροι με ζωνταν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
→ και δείτε τις λέξεις ζωή, ζων και ζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία όχι νεκρός
γεμάτος ενέργεια, κεφάτος
διαδικτυακή μετάδοση
|}
Πηγές
επεξεργασία- ζωντανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζωντανός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωντανός < θέμα ζωντ-< ελληνιστική κοινή ζῶντα ως επίρρημα < αρχαία ελληνική ζῶντα, αιτιατική ενικού της συνηρημένης μετοχής ζῶν του ζῶ + -ανός[1]
Επίθετο
επεξεργασίαζωντανός
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ζωντανανόν, ζωντανό (ουδέτερο)
- ζώντανου (γενικήε ενικού ή και του ζώντανος)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ζωή και ζῶ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζωντανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ζωντανός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ζωντανός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].