κάρβουνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάρβουνο | τα | κάρβουνα |
γενική | του | κάρβουνου | των | κάρβουνων |
αιτιατική | το | κάρβουνο | τα | κάρβουνα |
κλητική | κάρβουνο | κάρβουνα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάρβουνο < μεσαιωνική ελληνική κάρβουνον < λατινική carbo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.vu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάρ‐βου‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάρβουνο ουδέτερο
- (γεωλογία) υλικό από άνθρακα, το οποίο παράγεται με αργή και ατελή καύση οργανικών ουσιών (κυρίως το ξύλο) και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη
- ※ Εἶχαν περάσει ἀπὸ παλιὰ καμίνια, ὅπου ἔφτιαναν ἄλλες χρονιὲς κάρβουνα οἱ καρβουνιάρηδες. Ἐκεῖ στάθηκαν λίγο καὶ τοὺς ἐξήγησε ὁ δασάρχης τὸν τρόπο ποὺ γίνονται τὰ κάρβουνα. (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά, κεφ. Τα πεθαμένα δέντρα, 1918)
- (ειδικότερα) το ξυλοκάρβουνο
- (συνεκδοχικά) κάτι που έχει καεί ολότελα, που έχει απανθρακωθεί
- (ζωγραφική) ειδική μορφή άνθρακα σε σχήμα κοντυλιού που χρησιμοποιείται για σχέδιο ζωγραφικής
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα : έχω μεγάλη ανησυχία και αγωνία
- να καούν τα κάρβουνα: επιφώνημα κεφιού
Συγγενικά
επεξεργασία- καρβονικός
- καρβουνάκι
- καρβουναρειό
- καρβουνιάζω
- καρβουνιάρης
- καρβουνιάρικος
- καρβουνίδι
- καρβύνιο
- καρμπόν
- καρμπονάρα
- καρμπονάρος
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υλικό από άνθρακα
|