coal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coal | coals |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcoal (en)
- (μη μετρήσιμο) το κάρβουνο, ο άνθρακας, το υλικό
- ↪ Old trains were powered by coal.
- Τα παλιά τρένα κινούνταν με κάρβουνο.
- ↪ Old trains were powered by coal.
- το κάρβουνο, ένα κομμάτι κάρβουνο, ειδικά ένα που καίγεται
- ↪ live coals - αναμμένα κάρβουνα