Ετυμολογία

επεξεργασία
απανθρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απανθρακώνω

απανθρακώνομαι, στ.μέλλ.: θα απανθρακωθώ, αόρ.: απανθρακώθηκα, μτχ.π.π.: απανθρακωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία