Δείτε επίσης: καίομαι

καίγομαι, πρτ.: καιγόμουν, στ.μέλλ.: θα καώ, αόρ.: κάηκα, μτχ.π.π.: καμένος

  1. παθητική φωνή του ρήματος καίω
  2. παθητική φωνή του ρήματος καίγω
  3. σημασίες για το αμετάβατο:
    1. (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα, επιθυμία κλπ
    2. (μεταφορικά) ζεσταίνομαι υπερβολικά
      ※  Όπου να πιάσεις, καίγεσαι. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
    3. (στον αόριστο) για σύντομη επαφή με φλόγα που προκάλεσε πόνο
    4. καταστρέφομαι
      ⮡  εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το χαβά του
    5. για υψηλό πυρετό
       συνώνυμα: καίω
      καίγεται από επιθυμία
       συνώνυμα: φλέγομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία