καμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καμένος | η | καμένη | το | καμένο |
γενική | του | καμένου | της | καμένης | του | καμένου |
αιτιατική | τον | καμένο | την | καμένη | το | καμένο |
κλητική | καμένε | καμένη | καμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καμένοι | οι | καμένες | τα | καμένα |
γενική | των | καμένων | των | καμένων | των | καμένων |
αιτιατική | τους | καμένους | τις | καμένες | τα | καμένα |
κλητική | καμένοι | καμένες | καμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καίω / καίγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μέ‐νος
ΜετοχήΕπεξεργασία
καμένος, -η, -ο
- (γενικότερα) που έχει καεί, από οποιαδήποτε αιτία (π.χ. φωτιά, έκρηξη, καυστική ουσία, παγετό κ.λπ.)
- άλλες μορφές: καημένος (λαϊκότροπο), καϋμένος (σπάνιο)
- (ειδικότερα) που έχει αλλοιωθεί, συνήθως από θερμοκρασία
- (κατʼ επέκταση) που είναι εθισμένος στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ· που δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά ή λέει περίεργα πράγματα (διότι έχει καεί το μυαλό του)
- (μεταφορικά) αυτός του οποίου η μυστικόςμυστική ή παράνομη δράση έχει αποκαλυφθεί
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως ενδεικτικά:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- καίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- καίω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)