↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαροκαμένος η χαροκαμένη το χαροκαμένο
      γενική του χαροκαμένου της χαροκαμένης του χαροκαμένου
    αιτιατική τον χαροκαμένο τη χαροκαμένη το χαροκαμένο
     κλητική χαροκαμένε χαροκαμένη χαροκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαροκαμένοι οι χαροκαμένες τα χαροκαμένα
      γενική των χαροκαμένων των χαροκαμένων των χαροκαμένων
    αιτιατική τους χαροκαμένους τις χαροκαμένες τα χαροκαμένα
     κλητική χαροκαμένοι χαροκαμένες χαροκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαροκαμένος < από τον παρακείμενο του ρήματος χαροκαίομαι ή χαροκαίγομαι

χαροκαμένος & χαροκαημένος

  • που χτυπήθηκε σκληρά, που έχει τρομερό πόνο και καημό, που τον έκαψε ο χάρος παίρνοντας κάποιο αγαπημένο του πλάσμα (συχνά πάνω από ένα ή και όταν είναι μόνον ένα, αλλά παιδί)
Στη συφορά που σ’ εύρηκε, στον πόνο της ψυχής σου,πετούμενο του Παρνασσού, τ’ άλλα πουλιά μιμήσου·
αγκαλά πέφτει και σ’ εμάς πικρό θανάτου βόλι, κιλαηδισμός ατέλειωτος είναι η ζωή μας όλη. ("Ο Χαροκαημένος του Γεράσ. Μαρκορά)
Θέλουν να απελάσουν την χαροκαμένη Σερβίδα που έχασε την κόρη της από αναθυμιάσεις μαγκαλιού -το είχαν ανάψει να ζεσταθούν επειδή η ΔΕΗ τους είχε κόψει το ρεύμα (6-12-2013)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία