χαροκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαροκαμένος < από τον παρακείμενο του ρήματος χαροκαίομαι ή χαροκαίγομαι
Μετοχή
επεξεργασίαχαροκαμένος & χαροκαημένος
- που χτυπήθηκε σκληρά, που έχει τρομερό πόνο και καημό, που τον έκαψε ο χάρος παίρνοντας κάποιο αγαπημένο του πλάσμα (συχνά πάνω από ένα ή και όταν είναι μόνον ένα, αλλά παιδί)
- Στη συφορά που σ’ εύρηκε, στον πόνο της ψυχής σου,πετούμενο του Παρνασσού, τ’ άλλα πουλιά μιμήσου·
- αγκαλά πέφτει και σ’ εμάς πικρό θανάτου βόλι, κιλαηδισμός ατέλειωτος είναι η ζωή μας όλη. ("Ο Χαροκαημένος του Γεράσ. Μαρκορά)
- Θέλουν να απελάσουν την χαροκαμένη Σερβίδα που έχασε την κόρη της από αναθυμιάσεις μαγκαλιού -το είχαν ανάψει να ζεσταθούν επειδή η ΔΕΗ τους είχε κόψει το ρεύμα (6-12-2013)