καμένη γη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
καμένη γη
- χέρσα πυρόπληκτη περιοχή
- (πολιτική), (οικονομία) (μεταφορικά): υπερχρεωμένη οικονομία, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα
- παραλάβαμε καμένη γη
- ≈ συνώνυμα:: άδεια ταμεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμένη γη
|