Δείτε επίσης: καμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκαμμένος η κεκαμμένη το κεκαμμένο
      γενική του κεκαμμένου της κεκαμμένης του κεκαμμένου
    αιτιατική τον κεκαμμένο την κεκαμμένη το κεκαμμένο
     κλητική κεκαμμένε κεκαμμένη κεκαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκαμμένοι οι κεκαμμένες τα κεκαμμένα
      γενική των κεκαμμένων των κεκαμμένων των κεκαμμένων
    αιτιατική τους κεκαμμένους τις κεκαμμένες τα κεκαμμένα
     κλητική κεκαμμένοι κεκαμμένες κεκαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεκαμμένος < αρχαία ελληνική κεκαμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάμπτω

  Μετοχή επεξεργασία

κεκαμμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία