άκαμπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκαμπτος | η | άκαμπτη | το | άκαμπτο |
γενική | του | άκαμπτου | της | άκαμπτης | του | άκαμπτου |
αιτιατική | τον | άκαμπτο | την | άκαμπτη | το | άκαμπτο |
κλητική | άκαμπτε | άκαμπτη | άκαμπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκαμπτοι | οι | άκαμπτες | τα | άκαμπτα |
γενική | των | άκαμπτων | των | άκαμπτων | των | άκαμπτων |
αιτιατική | τους | άκαμπτους | τις | άκαμπτες | τα | άκαμπτα |
κλητική | άκαμπτοι | άκαμπτες | άκαμπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκαμπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκαμπτος
- για τις μεταφορικές έννοιες < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inflexible
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.kam.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐καμ‐πτος
Επίθετο
επεξεργασίαάκαμπτος, -η, -ο
- που δεν λυγίζει εύκολα
- (μεταφορικά)
- που δεν υποχωρεί εύκολα από ψυχικές πιέσεις
- που είναι αδύνατον να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα