Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εύκαμπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εὔκαμπτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εύκαμπτ
ος
η
εύκαμπτ
η
το
εύκαμπτ
ο
γενική
του
εύκαμπτ
ου
της
εύκαμπτ
ης
του
εύκαμπτ
ου
αιτιατική
τον
εύκαμπτ
ο
την
εύκαμπτ
η
το
εύκαμπτ
ο
κλητική
εύκαμπτ
ε
εύκαμπτ
η
εύκαμπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εύκαμπτ
οι
οι
εύκαμπτ
ες
τα
εύκαμπτ
α
γενική
των
εύκαμπτ
ων
των
εύκαμπτ
ων
των
εύκαμπτ
ων
αιτιατική
τους
εύκαμπτ
ους
τις
εύκαμπτ
ες
τα
εύκαμπτ
α
κλητική
εύκαμπτ
οι
εύκαμπτ
ες
εύκαμπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εύκαμπτος
<
αρχαία ελληνική
εὔκαμπτος
Επίθετο
επεξεργασία
εύκαμπτος
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) που
κάμπτεται
εύκολα, που
εύκολα
λυγίζει
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευλύγιστος
Αντώνυμα
επεξεργασία
άκαμπτος
δύσκαμπτος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
εύκαμπτος δίσκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εύκαμπτος
αγγλικά
:
flexible
(en)
γαλλικά
:
flexible
(fr)