κάμπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάμπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkam.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάμ‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίακάμπτω, πρτ.: έκαμπτα, στ.μέλλ.: θα κάμψω, αόρ.: έκαμψα, παθ.φωνή: κάμπτομαι, π.αόρ.: κάμφθηκα, μτχ.π.π.: κεκαμμένος
- (μεταβατικό) λυγίζω κάτι μεταβάλλοντας το σχήμα του από ευθύ σε καμπύλο
- ⮡ κάμπτω τα γόνατα
- (μεταφορικά) λυγίζω, αντιμετωπίζω αποτελεσματικά, καταβάλλω, νικώ
- ⮡ μετά από προσπάθεια έκαμψε τις αντιστάσεις όσων διαφωνούσαν αρχικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κάμπτω | έκαμπτα | θα κάμπτω | να κάμπτω | κάμπτοντας | |
β' ενικ. | κάμπτεις | έκαμπτες | θα κάμπτεις | να κάμπτεις | κάμπτε | |
γ' ενικ. | κάμπτει | έκαμπτε | θα κάμπτει | να κάμπτει | ||
α' πληθ. | κάμπτουμε | κάμπταμε | θα κάμπτουμε | να κάμπτουμε | ||
β' πληθ. | κάμπτετε | κάμπτατε | θα κάμπτετε | να κάμπτετε | κάμπτετε | |
γ' πληθ. | κάμπτουν(ε) | έκαμπταν κάμπταν(ε) |
θα κάμπτουν(ε) | να κάμπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκαμπψα | θα κάμπψω | να κάμπψω | κάμπψει | ||
β' ενικ. | έκαμπψες | θα κάμπψεις | να κάμπψεις | κάμπψε | ||
γ' ενικ. | έκαμπψε | θα κάμπψει | να κάμπψει | |||
α' πληθ. | κάμπψαμε | θα κάμπψουμε | να κάμπψουμε | |||
β' πληθ. | κάμπψατε | θα κάμπψετε | να κάμπψετε | κάμπψτε | ||
γ' πληθ. | έκαμπψαν κάμπψαν(ε) |
θα κάμπψουν(ε) | να κάμπψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κάμπψει | είχα κάμπψει | θα έχω κάμπψει | να έχω κάμπψει | ||
β' ενικ. | έχεις κάμπψει | είχες κάμπψει | θα έχεις κάμπψει | να έχεις κάμπψει | ||
γ' ενικ. | έχει κάμπψει | είχε κάμπψει | θα έχει κάμπψει | να έχει κάμπψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κάμπψει | είχαμε κάμπψει | θα έχουμε κάμπψει | να έχουμε κάμπψει | ||
β' πληθ. | έχετε κάμπψει | είχατε κάμπψει | θα έχετε κάμπψει | να έχετε κάμπψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κάμπψει | είχαν κάμπψει | θα έχουν κάμπψει | να έχουν κάμπψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κάμπτομαι | καμπτόμουν(α) | θα κάμπτομαι | να κάμπτομαι | ||
β' ενικ. | κάμπτεσαι | καμπτόσουν(α) | θα κάμπτεσαι | να κάμπτεσαι | (κάμπτου) | |
γ' ενικ. | κάμπτεται | καμπτόταν(ε) | θα κάμπτεται | να κάμπτεται | ||
α' πληθ. | καμπτόμαστε | καμπτόμαστε καμπτόμασταν |
θα καμπτόμαστε | να καμπτόμαστε | ||
β' πληθ. | κάμπτεστε | καμπτόσαστε καμπτόσασταν |
θα κάμπτεστε | να κάμπτεστε | (κάμπτεστε) | |
γ' πληθ. | κάμπτονται | κάμπτονταν καμπτόντουσαν |
θα κάμπτονται | να κάμπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάμφτηκα | θα καμφτώ | να καμφτώ | καμφτεί | ||
β' ενικ. | κάμφτηκες | θα καμφτείς | να καμφτείς | κάμψου | ||
γ' ενικ. | κάμφτηκε | θα καμφτεί | να καμφτεί | |||
α' πληθ. | καμφτήκαμε | θα καμφτούμε | να καμφτούμε | |||
β' πληθ. | καμφτήκατε | θα καμφτείτε | να καμφτείτε | καμφτείτε | ||
γ' πληθ. | κάμφτηκαν καμφτήκαν(ε) |
θα καμφτούν(ε) | να καμφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καμφτεί | είχα καμφτεί | θα έχω καμφτεί | να έχω καμφτεί | κεκαμμένος | |
β' ενικ. | έχεις καμφτεί | είχες καμφτεί | θα έχεις καμφτεί | να έχεις καμφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει καμφτεί | είχε καμφτεί | θα έχει καμφτεί | να έχει καμφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καμφτεί | είχαμε καμφτεί | θα έχουμε καμφτεί | να έχουμε καμφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε καμφτεί | είχατε καμφτεί | θα έχετε καμφτεί | να έχετε καμφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καμφτεί | είχαν καμφτεί | θα έχουν καμφτεί | να έχουν καμφτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λυγίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Ρήμα
επεξεργασίακάμπτω
- λυγίζω, κάμπτω
- γόνυ κάμπτει (για να καθίσει)
- στρίβω, αλλάζω πορεία (στο άλογο, στο πλοίο)
- ταπεινώνω, καταβάλλω
- χωρίς αντικείμενο: στρέφομαι πίσω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γνάμπτω (ίσως, παράλληλος τύπος, ή προηγήθηκε του κάμπτω)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάμπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάμπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.