Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkam.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμ‐πτω

κάμπτω, πρτ.: έκαμπτα, στ.μέλλ.: θα κάμψω, αόρ.: έκαμψα, παθ.φωνή: κάμπτομαι, π.αόρ.: κάμφθηκα, μτχ.π.π.: κεκαμμένος

  1. (μεταβατικό) λυγίζω κάτι μεταβάλλοντας το σχήμα του από ευθύ σε καμπύλο
    ⮡  κάμπτω τα γόνατα
  2. (μεταφορικά) λυγίζω, αντιμετωπίζω αποτελεσματικά, καταβάλλω, νικώ
    ⮡  μετά από προσπάθεια έκαμψε τις αντιστάσεις όσων διαφωνούσαν αρχικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

κάμπτω

  1. λυγίζω, κάμπτω
    γόνυ κάμπτει (για να καθίσει)
  2. στρίβω, αλλάζω πορεία (στο άλογο, στο πλοίο)
  3. ταπεινώνω, καταβάλλω
  4. χωρίς αντικείμενο: στρέφομαι πίσω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • γνάμπτω (ίσως, παράλληλος τύπος, ή προηγήθηκε του κάμπτω)

Συγγενικά

επεξεργασία