Ετυμολογία

επεξεργασία

παρακάμπτω |πρτ=παρέκαμπτα|μελλ= θα παρακάμψω|αορ=παρέκαμψα (παθητική φωνή: παρακάμπτομαι)

  1. προσπερνώ από το πλάι κάτι, στην προσπάθειά μου να το αποφύγω
     δείτε τη λέξη καβατζάρω
  2. (μεταφορικά) αποφεύγω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία που συναντώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία