↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακαμπτικός η παρακαμπτική το παρακαμπτικό
      γενική του παρακαμπτικού της παρακαμπτικής του παρακαμπτικού
    αιτιατική τον παρακαμπτικό την παρακαμπτική το παρακαμπτικό
     κλητική παρακαμπτικέ παρακαμπτική παρακαμπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακαμπτικοί οι παρακαμπτικές τα παρακαμπτικά
      γενική των παρακαμπτικών των παρακαμπτικών των παρακαμπτικών
    αιτιατική τους παρακαμπτικούς τις παρακαμπτικές τα παρακαμπτικά
     κλητική παρακαμπτικοί παρακαμπτικές παρακαμπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακαμπτικός < παρακάμπτω + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρακαμπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία