παρακαμπτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρακαμπτήριος < παρακάμπ(τω) + -τήριος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.kamˈpti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐καμ‐πτή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
παρακαμπτήριος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρακάμπτω, παρά και κάμπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρακαμπτήριος θηλυκό
- η βοηθητική οδός (ή τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής κ.λπ.) που παρακάμπτει κάποιο διάστημα της κυρίας οδού (ή γραμμής) και χρησιμοποιείται όταν αυτή η τελευταία παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα