Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακαμπτήριος < παρακάμπ(τω) + -τήριος
ΔΦΑ : /pa.ɾa.kamˈpti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρακαμπτήριος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακαμπτήριος η παρακαμπτήρια το παρακαμπτήριο
      γενική του παρακαμπτήριου της παρακαμπτήριας του παρακαμπτήριου
    αιτιατική τον παρακαμπτήριο την παρακαμπτήρια το παρακαμπτήριο
     κλητική παρακαμπτήριε παρακαμπτήρια παρακαμπτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακαμπτήριοι οι παρακαμπτήριες τα παρακαμπτήρια
      γενική των παρακαμπτήριων των παρακαμπτήριων των παρακαμπτήριων
    αιτιατική τους παρακαμπτήριους τις παρακαμπτήριες τα παρακαμπτήρια
     κλητική παρακαμπτήριοι παρακαμπτήριες παρακαμπτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

παρακαμπτήριος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία