ενικός         πληθυντικός  
déviation déviations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déviation (fr) θηλυκό

  1. η παρέκκλιση
  2. η παράκαμψη
  3. η παρεκτροπή
  4. η εκτροπή