Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρεκτροπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παρεκτροπ
ή
οι
παρεκτροπ
ές
γενική
της
παρεκτροπ
ής
των
παρεκτροπ
ών
αιτιατική
την
παρεκτροπ
ή
τις
παρεκτροπ
ές
κλητική
παρεκτροπ
ή
παρεκτροπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
παρεκτροπή
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
παρεκτροπή
θηλυκό
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
παρεκτρέπομαι
.
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
παρεκτροπή
αγγλικά
:
deviation
(en)
,
aberration
(en)
γαλλικά
:
prévarication
(fr)
,
déviation
(fr)
,
écart
(fr)