Δείτε επίσης: ὁδός, οδο-
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδός οι οδοί
      γενική της οδού των οδών
    αιτιατική την οδό τις οδούς
     κλητική οδέ οδοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < ρίζα *sed- (κάθομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδός θηλυκό

  1. μέρος εδάφους που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να επιτρέπει την μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων
    Αττική οδός, Εγνατία οδός, οδός Πειραιώς
     συνώνυμα: δρόμος
  2. (μεταφορικά) τρόπος ενέργειας
     συνώνυμα: μέθοδος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Με τη λέξη ως α' συνθετικό

όπως ενδεικτικά

Ως β' συνθετικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία