Δείτε επίσης: ὁδός, οδο-
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδός οι οδοί
      γενική της οδού των οδών
    αιτιατική την οδό τις οδούς
     κλητική οδέ οδοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδός θηλυκό

  1. μέρος εδάφους που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να επιτρέπει την μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων
      Αττική οδός, Εγνατία οδός, οδός Πειραιώς
     συνώνυμα: δρόμος
  2. (μεταφορικά) τρόπος ενέργειας
     συνώνυμα: μέθοδος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία