οδηγητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οδηγητής | οι | οδηγητές |
γενική | του | οδηγητή | των | οδηγητών |
αιτιατική | τον | οδηγητή | τους | οδηγητές |
κλητική | οδηγητή | οδηγητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαοδηγητής < οδηγώ + -τής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδηγητής αρσενικό, οδηγήτρια και οδηγήτρα θηλυκό
- αυτός που οδηγεί, κατευθύνει άλλους σε μια πορεία