κατευθύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατευθύνω < (κατά) κατ- + εὐθύνω < εὐθύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.teˈfθi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τευ‐θύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακατευθύνω, πρτ.: κατηύθυνα/κατεύθυνα, αόρ.: κατηύθυνα/κατεύθυνα, παθ.φωνή: κατευθύνομαι, π.αόρ.: κατευθύνθηκα
- (κυριολεκτικά) δίνω σε πρόσωπο ή πράγμα μια κατεύθυνση
- (μεταφορικά) επιδρώ σε κάποιον καθορίζοντας τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά, ευθύνομαι και ευθύς
Κλίση
επεξεργασίαΟ ενεργητικός παρατατικός και ο αόριστος έχουν και τύπο κατηύθυνα.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατευθύνω | κατεύθυνα | θα κατευθύνω | να κατευθύνω | κατευθύνοντας | |
β' ενικ. | κατευθύνεις | κατεύθυνες | θα κατευθύνεις | να κατευθύνεις | κατεύθυνε | |
γ' ενικ. | κατευθύνει | κατεύθυνε | θα κατευθύνει | να κατευθύνει | ||
α' πληθ. | κατευθύνουμε | κατευθύναμε | θα κατευθύνουμε | να κατευθύνουμε | ||
β' πληθ. | κατευθύνετε | κατευθύνατε | θα κατευθύνετε | να κατευθύνετε | κατευθύνετε | |
γ' πληθ. | κατευθύνουν(ε) | κατεύθυναν κατευθύναν(ε) |
θα κατευθύνουν(ε) | να κατευθύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατεύθυνα | θα κατευθύνω | να κατευθύνω | κατευθύνει | ||
β' ενικ. | κατεύθυνες | θα κατευθύνεις | να κατευθύνεις | κατεύθυνε | ||
γ' ενικ. | κατεύθυνε | θα κατευθύνει | να κατευθύνει | |||
α' πληθ. | κατευθύναμε | θα κατευθύνουμε | να κατευθύνουμε | |||
β' πληθ. | κατευθύνατε | θα κατευθύνετε | να κατευθύνετε | κατευθύντε | ||
γ' πληθ. | κατεύθυναν κατευθύναν(ε) |
θα κατευθύνουν(ε) | να κατευθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατευθύνει | είχα κατευθύνει | θα έχω κατευθύνει | να έχω κατευθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις κατευθύνει | είχες κατευθύνει | θα έχεις κατευθύνει | να έχεις κατευθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει κατευθύνει | είχε κατευθύνει | θα έχει κατευθύνει | να έχει κατευθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατευθύνει | είχαμε κατευθύνει | θα έχουμε κατευθύνει | να έχουμε κατευθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε κατευθύνει | είχατε κατευθύνει | θα έχετε κατευθύνει | να έχετε κατευθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατευθύνει | είχαν κατευθύνει | θα έχουν κατευθύνει | να έχουν κατευθύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατευθύνομαι | κατευθυνόμουν(α) | θα κατευθύνομαι | να κατευθύνομαι | ||
β' ενικ. | κατευθύνεσαι | κατευθυνόσουν(α) | θα κατευθύνεσαι | να κατευθύνεσαι | (κατευθύνου) | |
γ' ενικ. | κατευθύνεται | κατευθυνόταν(ε) | θα κατευθύνεται | να κατευθύνεται | ||
α' πληθ. | κατευθυνόμαστε | κατευθυνόμαστε κατευθυνόμασταν |
θα κατευθυνόμαστε | να κατευθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | κατευθύνεστε | κατευθυνόσαστε κατευθυνόσασταν |
θα κατευθύνεστε | να κατευθύνεστε | (κατευθύνεστε) | |
γ' πληθ. | κατευθύνονται | κατευθύνονταν κατευθυνόντουσαν |
θα κατευθύνονται | να κατευθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατευθύνθηκα | θα κατευθυνθώ | να κατευθυνθώ | κατευθυνθεί | ||
β' ενικ. | κατευθύνθηκες | θα κατευθυνθείς | να κατευθυνθείς | κατευθύνσου | ||
γ' ενικ. | κατευθύνθηκε | θα κατευθυνθεί | να κατευθυνθεί | |||
α' πληθ. | κατευθυνθήκαμε | θα κατευθυνθούμε | να κατευθυνθούμε | |||
β' πληθ. | κατευθυνθήκατε | θα κατευθυνθείτε | να κατευθυνθείτε | κατευθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | κατευθύνθηκαν κατευθυνθήκαν(ε) |
θα κατευθυνθούν(ε) | να κατευθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατευθυνθεί | είχα κατευθυνθεί | θα έχω κατευθυνθεί | να έχω κατευθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κατευθυνθεί | είχες κατευθυνθεί | θα έχεις κατευθυνθεί | να έχεις κατευθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατευθυνθεί | είχε κατευθυνθεί | θα έχει κατευθυνθεί | να έχει κατευθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατευθυνθεί | είχαμε κατευθυνθεί | θα έχουμε κατευθυνθεί | να έχουμε κατευθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατευθυνθεί | είχατε κατευθυνθεί | θα έχετε κατευθυνθεί | να έχετε κατευθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατευθυνθεί | είχαν κατευθυνθεί | θα έχουν κατευθυνθεί | να έχουν κατευθυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατευθύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατευθύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατευθύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.