κατευθυντήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατευθυντήριος < κατευθύνω + -τήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική directif)
Επίθετο
επεξεργασία
κατευθυντήριος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δείχνει ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατευθυντήριος
|