κατεύθυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατεύθυνση | οι | κατευθύνσεις |
γενική | της | κατεύθυνσης* | των | κατευθύνσεων |
αιτιατική | την | κατεύθυνση | τις | κατευθύνσεις |
κλητική | κατεύθυνση | κατευθύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατευθύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακατεύθυνση θηλυκό
- η πορεία που θα ακολουθήσει κάποιος για να περάσει από μία θέση σε άλλο ορισμένο σημείο, πχ. μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, ανατολικά, δυτικά
- οι τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα
- (μεταφορικά) πορεία προς κάποιο στόχο ή κατάσταση
- προς λάθος κατεύθυνση οδηγούν τα νέα μέτρα
- (φυσική, άλγεβρα) μαζί η διεύθυνση και η φορά ενός διανύσματος