• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

kierunek

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Σημειώσεις

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /cɛˈrũnɛk/
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

kierunek (pl) αρσενικό

  • η διεύθυνση, η κατεύθυνση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • kierować
  • kierunkowy
  • kierunkować

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • kierunek + γενική
  • kierunek na + αιτιατική
  • w kierunku + γενική
  • w kierunku na + αιτιατική
  • w kierunku do( ή od) + γενική
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=kierunek&oldid=5308677"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 19:09

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Esperanto
    • Suomi
    • Français
    • Frysk
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Svenska
    • தமிழ்
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 19:09.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας