Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεύθυνση οι διευθύνσεις
      γενική της διεύθυνσης* των διευθύνσεων
    αιτιατική τη διεύθυνση τις διευθύνσεις
     κλητική διεύθυνση διευθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η διεύθυνση του αποστολέα φαίνεται πάνω αριστερά, ενώ του παραλήπτη κάτω δεξιά.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεύθυνση < ελληνιστική διευθύνω < δια + εὐθύνω < εὐθὺς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεύθυνση

  1. η οργάνωση και επίβλεψη ενός έργου ή συνόλου ανθρώπων από έναν ή περισσότερους επικεφαλής
    όταν συνταξιοδοτηθώ, τα παιδιά μου θα αναλάβουν τη διεύθυνση της επιχείρησης
  2. ο χώρος, το γραφείο όσων ασκούν τη διοίκηση ή και οι ίδιοι οι επικεφαλής
    η διεύθυνση της επιχείρησης σας ευχαριστεί θερμά για τη συνεργασία
  3. (φυσική) η ευθεία γραμμή κατά μήκος της οποίας μπορεί να κινηθεί ένα σώμα προς κάθε κατεύθυνση
    τα διανύσματα είναι ευθύγραμμα τμήματα, τα οποία έχουν διεύθυνση και φορά
  4. (καταχρηστικά) κατεύθυνση
    ισχυροί άνεμοι θα πνέουν αύριο προς όλες τις διευθύνσεις
  5. η περιοχή, η οδός και ο αριθμός που ορίζουν την τοποθεσία ενός κτηρίου
  6. (πληροφορική) θέση μνήμης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική address)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία