Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατευθυντικότητα οι κατευθυντικότητες
      γενική της κατευθυντικότητας των κατευθυντικοτήτων
    αιτιατική την κατευθυντικότητα τις κατευθυντικότητες
     κλητική κατευθυντικότητα κατευθυντικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατευθυντικότητα < κατευθυντικ(ός) + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική directionality[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.te.fθin.diˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τευ‐θυ‐ντι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατευθυντικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κατευθύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.