Δείτε επίσης: ἑστιάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εστιάζω (παθητική φωνή: εστιάζομαι)

  1. (φυσική) συγκεντρώνω τις ακτίνες φωτός και τις αναγκάζω να συγκλίνουν σ’ ένα σημείο
  2. (μεταφορικά) συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάποιο θέμα, το θέτω στο κέντρο του ενδιαφέροντος
     συνώνυμα: επικεντρώνω
  3. (λόγιο) (παρωχημένο) γευματίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία