εστιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- 1,2 εστιάζω < εστία + -άζω < αρχαία ελληνική ἑστία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wes- (κατοικώ, μένω, ζω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική focaliser)
- 3 εστιάζω < μεσαιωνική ελληνική ἑστιάζω < αρχαία ελληνική ἑστιάω / ἑστιῶ < ἑστία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wes- (κατοικώ, μένω, ζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.stiˈa.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεστιάζω (παθητική φωνή: εστιάζομαι)
- (φυσική) συγκεντρώνω τις ακτίνες φωτός και τις αναγκάζω να συγκλίνουν σ’ ένα σημείο
- (μεταφορικά) συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάποιο θέμα, το θέτω στο κέντρο του ενδιαφέροντος
- (λόγιο) (παρωχημένο) γευματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εστιάζω | εστίαζα | θα εστιάζω | να εστιάζω | εστιάζοντας | |
β' ενικ. | εστιάζεις | εστίαζες | θα εστιάζεις | να εστιάζεις | εστίαζε | |
γ' ενικ. | εστιάζει | εστίαζε | θα εστιάζει | να εστιάζει | ||
α' πληθ. | εστιάζουμε | εστιάζαμε | θα εστιάζουμε | να εστιάζουμε | ||
β' πληθ. | εστιάζετε | εστιάζατε | θα εστιάζετε | να εστιάζετε | εστιάζετε | |
γ' πληθ. | εστιάζουν(ε) | εστίαζαν εστιάζαν(ε) |
θα εστιάζουν(ε) | να εστιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εστίασα | θα εστιάσω | να εστιάσω | εστιάσει | ||
β' ενικ. | εστίασες | θα εστιάσεις | να εστιάσεις | εστίασε | ||
γ' ενικ. | εστίασε | θα εστιάσει | να εστιάσει | |||
α' πληθ. | εστιάσαμε | θα εστιάσουμε | να εστιάσουμε | |||
β' πληθ. | εστιάσατε | θα εστιάσετε | να εστιάσετε | εστιάστε | ||
γ' πληθ. | εστίασαν εστιάσαν(ε) |
θα εστιάσουν(ε) | να εστιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εστιάσει | είχα εστιάσει | θα έχω εστιάσει | να έχω εστιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εστιάσει | είχες εστιάσει | θα έχεις εστιάσει | να έχεις εστιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εστιάσει | είχε εστιάσει | θα έχει εστιάσει | να έχει εστιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εστιάσει | είχαμε εστιάσει | θα έχουμε εστιάσει | να έχουμε εστιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εστιάσει | είχατε εστιάσει | θα έχετε εστιάσει | να έχετε εστιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εστιάσει | είχαν εστιάσει | θα έχουν εστιάσει | να έχουν εστιάσει |
|