μία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μία < αρχαία ελληνική
Προφορά
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αριθμητικού
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίατο αριθμητικό «εἷς» | ||||
---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | |||
γένη → πτώσεις ↓ | αρσενικό | θηλυκό | θηλυκό (επικός, ιωνικός, αιολικός) | ουδέτερο |
ονομαστική | εἷς ἕεις (επικός) ἰός (επίθετο) |
μίᾰ | ἴᾰ μίη (όψιμος ιωνικός) |
ἕν |
γενική | ἑνός | μιᾶς | ἰῆς | ἑνός |
δοτική | ἑνί | μιᾷ | ἰῇ | ἑνί |
αιτιατική | ἕνᾰ | μίᾰν | ἴᾰν | ἕν |
Παράρτημα:Γραμματική: Αριθμητικά |
Αριθμητικό
επεξεργασία
μία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- υπάρχει η άποψη ότι το ἴα δεν έχει την ίδια ρίζα με το μία