ἰός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἰός (δηλητήριο, σκουριά[1] [2]) < πρωτοελληνική *wihós / *ϝι(σ)ός[3] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wisós / *uiso[2]
- ἰός (βέλος) < πρωτοελληνική *ihwós / *ihwo[2] / *ἰσϝός[4] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(H)isu-[2]
- ἰός (ένας, ίδιος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(h₁)éy- < *h₁i- < *i-[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰός αρσενικό
- δηλητήριο
- βέλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 440 (στίχοι 440-441)
- ποῦ νύ τοι ἰοὶ | ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;
- το τόξο και τα βέλη | τα φονικά τι γίνονται, που σόχει δώσει ο Φοίβος;
- Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- ποῦ νύ τοι ἰοὶ | ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 440 (στίχοι 440-441)
- σκουριά (ιδίως του σιδήρου ή του χαλκού)
Κλίση
επεξεργασία
|
|
Επίθετο
επεξεργασία- επικός τύπος του εἷς: ένας, ίδιος, μόνος
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.
Πηγές
επεξεργασία- ἰός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.